- διεστάλησαν
- διαστέλλωput asunderaor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστέλλομαι — διαστέλλομαι, (διεστάλη διεστάλησαν), διεσταλμένος βλ. πίν. 91 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής